Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω
View word page
μασχαλίσματα
extremities cut off from a corpse

ShortDef

extremities cut off from a corpse

Debugging

Headword:
μασχαλίσματα
Headword (normalized):
μασχαλίσματα
Headword (normalized/stripped):
μασχαλισματα
IDX:
54809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54810
Key:

Data

{'content': 'extremities cut off from a corpse'}