Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
ματαιοποιός
View word page
μασχάλιον
basket of palm-leaves

ShortDef

basket of palm-leaves

Debugging

Headword:
μασχάλιον
Headword (normalized):
μασχάλιον
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιον
IDX:
54808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54809
Key:

Data

{'content': 'basket of palm-leaves'}