Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
ματαιολόγος
View word page
μασχαλίζω
to put under the arm-pits

ShortDef

to put under the arm-pits

Debugging

Headword:
μασχαλίζω
Headword (normalized):
μασχαλίζω
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιζω
IDX:
54807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54808
Key:

Data

{'content': 'to put under the arm-pits'}