Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
ματαιολογία
View word page
μασχαλιαία
corner
ShortDef
corner
Debugging
Headword:
μασχαλιαία
Headword (normalized):
μασχαλιαία
Headword (normalized/stripped):
μασχαλιαια
IDX:
54806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54807
Key:
Data
{'content': 'corner'}