Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
ματαιολογέω
View word page
μασχάλη
the armpit

ShortDef

the armpit

Debugging

Headword:
μασχάλη
Headword (normalized):
μασχάλη
Headword (normalized/stripped):
μασχαλη
IDX:
54805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54806
Key:

Data

{'content': 'the armpit'}