Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
ματαιόκομπος
View word page
μασύντης
parasite

ShortDef

parasite

Debugging

Headword:
μασύντης
Headword (normalized):
μασύντης
Headword (normalized/stripped):
μασυντης
IDX:
54804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54805
Key:

Data

{'content': 'parasite'}