Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
ματαιοβαστάκτης
View word page
Μάστωρ
Mastor

ShortDef

Mastor

Debugging

Headword:
Μάστωρ
Headword (normalized):
μάστωρ
Headword (normalized/stripped):
μαστωρ
IDX:
54803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54804
Key:

Data

{'content': 'Mastor'}