Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
ματᾴζω
View word page
μαστροπώδης
like a pander
ShortDef
like a pander
Debugging
Headword:
μαστροπώδης
Headword (normalized):
μαστροπώδης
Headword (normalized/stripped):
μαστροπωδης
IDX:
54802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54803
Key:
Data
{'content': 'like a pander'}