Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
μασχαλιστήρ
View word page
μαστροπός
a pimp, procurer (m and f)
ShortDef
a pimp, procurer (m and f)
Debugging
Headword:
μαστροπός
Headword (normalized):
μαστροπός
Headword (normalized/stripped):
μαστροπος
IDX:
54801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54802
Key:
Data
{'content': 'a pimp, procurer (m and f)'}