Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
μασχαλισμός
View word page
μαστροπικός
ready to pander

ShortDef

ready to pander

Debugging

Headword:
μαστροπικός
Headword (normalized):
μαστροπικός
Headword (normalized/stripped):
μαστροπικος
IDX:
54800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54801
Key:

Data

{'content': 'ready to pander'}