Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
μασχαλίσματα
View word page
μαστροπεύω
to play the pimp

ShortDef

to play the pimp

Debugging

Headword:
μαστροπεύω
Headword (normalized):
μαστροπεύω
Headword (normalized/stripped):
μαστροπευω
IDX:
54799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54800
Key:

Data

{'content': 'to play the pimp'}