Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
μασχάλιον
View word page
μαστροπεία
pimping

ShortDef

pimping

Debugging

Headword:
μαστροπεία
Headword (normalized):
μαστροπεία
Headword (normalized/stripped):
μαστροπεια
IDX:
54798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54799
Key:

Data

{'content': 'pimping'}