Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
μαστροπώδης
Μάστωρ
μασύντης
μασχάλη
μασχαλιαία
μασχαλίζω
View word page
μαστρικός
concerning
ShortDef
concerning
Debugging
Headword:
μαστρικός
Headword (normalized):
μαστρικός
Headword (normalized/stripped):
μαστρικος
IDX:
54797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54798
Key:
Data
{'content': 'concerning'}