Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
μαστροπός
View word page
μαστίχινος
prepared with mastich

ShortDef

prepared with mastich

Debugging

Headword:
μαστίχινος
Headword (normalized):
μαστίχινος
Headword (normalized/stripped):
μαστιχινος
IDX:
54791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54792
Key:

Data

{'content': 'prepared with mastich'}