Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
μαστροπεύω
μαστροπικός
View word page
μαστίχη
mastich

ShortDef

mastich

Debugging

Headword:
μαστίχη
Headword (normalized):
μαστίχη
Headword (normalized/stripped):
μαστιχη
IDX:
54790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54791
Key:

Data

{'content': 'mastich'}