Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
μαστροπεία
View word page
μαστιχάω
to gnash the teeth

ShortDef

to gnash the teeth

Debugging

Headword:
μαστιχάω
Headword (normalized):
μαστιχάω
Headword (normalized/stripped):
μαστιχαω
IDX:
54788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54789
Key:

Data

{'content': 'to gnash the teeth'}