Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
μαστρικός
View word page
μαστιχᾶτον
mastich-wine
ShortDef
mastich-wine
Debugging
Headword:
μαστιχᾶτον
Headword (normalized):
μαστιχᾶτον
Headword (normalized/stripped):
μαστιχατον
IDX:
54787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54788
Key:
Data
{'content': 'mastich-wine'}