Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
μαστοειδής
Μαστορίδης
μαστός
View word page
μαστιστής
scourger

ShortDef

scourger

Debugging

Headword:
μαστιστής
Headword (normalized):
μαστιστής
Headword (normalized/stripped):
μαστιστης
IDX:
54786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54787
Key:

Data

{'content': 'scourger'}