Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
μαστόδετον
View word page
μαστίκτωρ
a scourger

ShortDef

a scourger

Debugging

Headword:
μαστίκτωρ
Headword (normalized):
μαστίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
μαστικτωρ
IDX:
54783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54784
Key:

Data

{'content': 'a scourger'}