Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
μαστίω
View word page
μαστίζω
to whip, flog
ShortDef
to whip, flog
Debugging
Headword:
μαστίζω
Headword (normalized):
μαστίζω
Headword (normalized/stripped):
μαστιζω
IDX:
54782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54783
Key:
Data
{'content': 'to whip, flog'}