Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
μαστίχη
μαστίχινος
View word page
μαστιγωτέος
deserving a whipping

ShortDef

deserving a whipping

Debugging

Headword:
μαστιγωτέος
Headword (normalized):
μαστιγωτέος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγωτεος
IDX:
54781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54782
Key:

Data

{'content': 'deserving a whipping'}