Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
μαστιχάω
μαστιχέλαιον
View word page
μαστιγώσιμος
that deserves whipping

ShortDef

that deserves whipping

Debugging

Headword:
μαστιγώσιμος
Headword (normalized):
μαστιγώσιμος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγωσιμος
IDX:
54779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54780
Key:

Data

{'content': 'that deserves whipping'}