Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
View word page
ἀναγαργάριστον
gargle

ShortDef

gargle

Debugging

Headword:
ἀναγαργάριστον
Headword (normalized):
ἀναγαργάριστον
Headword (normalized/stripped):
αναγαργαριστον
IDX:
5477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5478
Key:

Data

{'content': 'gargle'}