Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
μαστιστής
μαστιχᾶτον
View word page
μαστιγοφόρος
carrying a whip

ShortDef

carrying a whip

Debugging

Headword:
μαστιγοφόρος
Headword (normalized):
μαστιγοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μαστιγοφορος
IDX:
54777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54778
Key:

Data

{'content': 'carrying a whip'}