Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
μαστίον
View word page
μαστιγονομέομαι
to be governed by the scourge
ShortDef
to be governed by the scourge
Debugging
Headword:
μαστιγονομέομαι
Headword (normalized):
μαστιγονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
μαστιγονομεομαι
IDX:
54775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54776
Key:
Data
{'content': 'to be governed by the scourge'}