Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
μαστίκτωρ
μάστιξ
View word page
μαστίγιον
whip
ShortDef
whip
Debugging
Headword:
μαστίγιον
Headword (normalized):
μαστίγιον
Headword (normalized/stripped):
μαστιγιον
IDX:
54774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54775
Key:
Data
{'content': 'whip'}