Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
μαστιγόω
μαστιγώσιμος
μαστίγωσις
μαστιγωτέος
μαστίζω
View word page
μαστιγίας
one that wants whipping, a rogue
ShortDef
one that wants whipping, a rogue
Debugging
Headword:
μαστιγίας
Headword (normalized):
μαστιγίας
Headword (normalized/stripped):
μαστιγιας
IDX:
54772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54773
Key:
Data
{'content': 'one that wants whipping, a rogue'}