Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
μαστιγοφόρος
View word page
μαστευτής
seeker, searcher

ShortDef

seeker, searcher

Debugging

Headword:
μαστευτής
Headword (normalized):
μαστευτής
Headword (normalized/stripped):
μαστευτης
IDX:
54767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54768
Key:

Data

{'content': 'seeker, searcher'}