Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
μαστίγιον
μαστιγονομέομαι
μαστιγοφορέω
View word page
μαστευτέον
one must inquire

ShortDef

one must inquire

Debugging

Headword:
μαστευτέον
Headword (normalized):
μαστευτέον
Headword (normalized/stripped):
μαστευτεον
IDX:
54766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54767
Key:

Data

{'content': 'one must inquire'}