Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
μαστιγιάω
View word page
μαστεία
inquiry

ShortDef

inquiry

Debugging

Headword:
μαστεία
Headword (normalized):
μαστεία
Headword (normalized/stripped):
μαστεια
IDX:
54763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54764
Key:

Data

{'content': 'inquiry'}