Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
μαστιγίας
View word page
μασταρύζω
to mumble

ShortDef

to mumble

Debugging

Headword:
μασταρύζω
Headword (normalized):
μασταρύζω
Headword (normalized/stripped):
μασταρυζω
IDX:
54762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54763
Key:

Data

{'content': 'to mumble'}