Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιγία
View word page
μαστάριον
cover

ShortDef

cover

Debugging

Headword:
μαστάριον
Headword (normalized):
μαστάριον
Headword (normalized/stripped):
μασταριον
IDX:
54761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54762
Key:

Data

{'content': 'cover'}