Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
μαστευτής
μαστεύω
View word page
μαστάζω
chew, eat
ShortDef
chew, eat
Debugging
Headword:
μαστάζω
Headword (normalized):
μαστάζω
Headword (normalized/stripped):
μασταζω
IDX:
54758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54759
Key:
Data
{'content': 'chew, eat'}