Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
μάστευσις
μαστευτέον
View word page
μάσσω
to knead
ShortDef
to knead
Debugging
Headword:
μάσσω
Headword (normalized):
μάσσω
Headword (normalized/stripped):
μασσω
IDX:
54756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54757
Key:
Data
{'content': 'to knead'}