Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
μαστεία
μάστειρα
View word page
Μασσαλιώτης
of Massalia (inhabitant; wine)
ShortDef
of Massalia (inhabitant; wine)
Debugging
Headword:
Μασσαλιώτης
Headword (normalized):
μασσαλιώτης
Headword (normalized/stripped):
μασσαλιωτης
IDX:
54754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54755
Key:
Data
{'content': 'of Massalia (inhabitant; wine)'}