Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
μάσταξ
μαστάριον
μασταρύζω
View word page
Μασσαγέται
Massagetae

ShortDef

Massagetae

Debugging

Headword:
Μασσαγέται
Headword (normalized):
μασσαγέται
Headword (normalized/stripped):
μασσαγεται
IDX:
54752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54753
Key:

Data

{'content': 'Massagetae'}