Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
μάσσω
μάσσων
μαστάζω
Μαστανάβας
View word page
μασκαύλης
laver
ShortDef
laver
Debugging
Headword:
μασκαύλης
Headword (normalized):
μασκαύλης
Headword (normalized/stripped):
μασκαυλης
IDX:
54749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54750
Key:
Data
{'content': 'laver'}