Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
ἀνάγγελμα
ἀνάγγελος
ἀναγγελτικός
ἀνάγγελτος
View word page
ἀναγαργάρισμα
gargle
ShortDef
gargle
Debugging
Headword:
ἀναγαργάρισμα
Headword (normalized):
ἀναγαργάρισμα
Headword (normalized/stripped):
αναγαργαρισμα
IDX:
5474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5475
Key:
Data
{'content': 'gargle'}