Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
Μασσανάσσης
View word page
μάσθλης
a leather strap, thong

ShortDef

a leather strap, thong

Debugging

Headword:
μάσθλης
Headword (normalized):
μάσθλης
Headword (normalized/stripped):
μασθλης
IDX:
54745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54746
Key:

Data

{'content': 'a leather strap, thong'}