Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
μάσμα
μάσπετον
Μασσαγέται
Μασσαλία
Μασσαλιώτης
View word page
μάσθλημα
leather
ShortDef
leather
Debugging
Headword:
μάσθλημα
Headword (normalized):
μάσθλημα
Headword (normalized/stripped):
μασθλημα
IDX:
54744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54745
Key:
Data
{'content': 'leather'}