Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
Μασίστρης
μασκαύλης
View word page
μάσημα
something to chew, quid

ShortDef

something to chew, quid

Debugging

Headword:
μάσημα
Headword (normalized):
μάσημα
Headword (normalized/stripped):
μασημα
IDX:
54739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54740
Key:

Data

{'content': 'something to chew, quid'}