Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
μασητήρ
μάσθλημα
μάσθλης
μασθλήτινος
Μασίστης
View word page
μασάομαι
to chew

ShortDef

to chew

Debugging

Headword:
μασάομαι
Headword (normalized):
μασάομαι
Headword (normalized/stripped):
μασαομαι
IDX:
54737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54738
Key:

Data

{'content': 'to chew'}