Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαρτυρητικός
μαρτυρία
μαρτυρίη
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
μάσημα
Μάσης
μάσησις
μασητά
View word page
μάρτυς
a witness
ShortDef
a witness
Debugging
Headword:
μάρτυς
Headword (normalized):
μάρτυς
Headword (normalized/stripped):
μαρτυς
IDX:
54732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54733
Key:
Data
{'content': 'a witness'}