Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτύρησις
μαρτυρητέον
μαρτυρητικός
μαρτυρία
μαρτυρίη
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
μάσδασνος
View word page
μαρτυροποιέω
produce evidence

ShortDef

produce evidence

Debugging

Headword:
μαρτυροποιέω
Headword (normalized):
μαρτυροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μαρτυροποιεω
IDX:
54728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54729
Key:

Data

{'content': 'produce evidence'}