Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαρτιχόρας
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτύρησις
μαρτυρητέον
μαρτυρητικός
μαρτυρία
μαρτυρίη
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
Μαρώνεια
μαρώνη
Μασάδα
μασάομαι
View word page
μαρτύρομαι
to call to witness, attest, invoke
ShortDef
to call to witness, attest, invoke
Debugging
Headword:
μαρτύρομαι
Headword (normalized):
μαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
μαρτυρομαι
IDX:
54727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54728
Key:
Data
{'content': 'to call to witness, attest, invoke'}