Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαρρουκῖνος
μαρσίππιον
μάρσιππος
Μαρσύας
μαρτιχόρας
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτύρησις
μαρτυρητέον
μαρτυρητικός
μαρτυρία
μαρτυρίη
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
μαρτυροποίημα
μαρτυροποίησις
μαρτυροποιΐα
μάρτυς
Μάρων
View word page
μαρτυρία
witness, testimony, evidence

ShortDef

witness, testimony, evidence

Debugging

Headword:
μαρτυρία
Headword (normalized):
μαρτυρία
Headword (normalized/stripped):
μαρτυρια
IDX:
54723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54724
Key:

Data

{'content': 'witness, testimony, evidence'}