Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μαρπήσση
Μάρπησσος
μάρπτις
μάρπτω
μάρρον
Μαρρουκῖνος
μαρσίππιον
μάρσιππος
Μαρσύας
μαρτιχόρας
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτύρησις
μαρτυρητέον
μαρτυρητικός
μαρτυρία
μαρτυρίη
μαρτύριον
μαρτυρογράφιον
μαρτύρομαι
μαρτυροποιέω
View word page
μαρτυρέω
to be a witness, to bear witness, give evidence, bear testimony
ShortDef
to be a witness, to bear witness, give evidence, bear testimony
Debugging
Headword:
μαρτυρέω
Headword (normalized):
μαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
μαρτυρεω
IDX:
54718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54719
Key:
Data
{'content': 'to be a witness, to bear witness, give evidence, bear testimony'}