Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
ἀναγγέλλω
View word page
ἀνάβρωσις
corrosion or erosion

ShortDef

corrosion or erosion

Debugging

Headword:
ἀνάβρωσις
Headword (normalized):
ἀνάβρωσις
Headword (normalized/stripped):
αναβρωσις
IDX:
5470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5471
Key:

Data

{'content': 'corrosion or erosion'}