Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
μαρμαρωπός
μαρμάρωσις
μαρμαρωσσός
μάρναμαι
μᾶρον
μαρούλιον
Μαρπήσση
Μάρπησσος
μάρπτις
μάρπτω
μάρρον
Μαρρουκῖνος
μαρσίππιον
μάρσιππος
Μαρσύας
μαρτιχόρας
View word page
μαρούλιον
lettuce
ShortDef
lettuce
Debugging
Headword:
μαρούλιον
Headword (normalized):
μαρούλιον
Headword (normalized/stripped):
μαρουλιον
IDX:
54707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54708
Key:
Data
{'content': 'lettuce'}