Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
μαρμαρωπός
μαρμάρωσις
μαρμαρωσσός
μάρναμαι
μᾶρον
μαρούλιον
Μαρπήσση
Μάρπησσος
μάρπτις
μάρπτω
μάρρον
Μαρρουκῖνος
μαρσίππιον
μάρσιππος
View word page
μάρναμαι
to fight, do battle

ShortDef

to fight, do battle

Debugging

Headword:
μάρναμαι
Headword (normalized):
μάρναμαι
Headword (normalized/stripped):
μαρναμαι
IDX:
54705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54706
Key:

Data

{'content': 'to fight, do battle'}